μελετητήριο


μελετητήριο
Προφορά

Ετυμολογία
μελετητήριο μεταγενέστερη ελληνική μελετητήριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μελετητήριο

✦ αίθουσα στην οποία μπορεί κάποιος να μελετά, αναγνωστήριο, σπουδαστήριο: διάβαζα… στα μελετητήρια της Σχολής (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.