μελετηρότητα


μελετηρότητα
Προφορά

Ετυμολογία
μελετηρότητα μελετηρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μελετηρότητα

✦ η ιδιότητα του μελετηρού, αγάπη για το διάβασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.