μελετηρός


μελετηρός
Προφορά

Ετυμολογία
μελετηρός αρχαία ελληνική μελετηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μελετηρός -ή, -ό

✦ πρόσωπο που αγαπά τη μελέτη, που αφοσιώνεται στις μελέτες: ένας μελετηρός έφηβος αφαιρέθηκε εκεί, με το βιβλίο στο χέρι (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα
φιλομαθής, επιμελής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.