μελανωπός


μελανωπός
Προφορά

Ετυμολογία
μελανωπός μεταγενέστερη ελληνική μελανωπός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μελανωπός -ή, -ό

✦ που έχει μελανή όψη, μαυριδερός: δέρμα μελανωπό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.