μελανιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μελανιάζω μεταγενέστερη ελληνική μελανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μελανιάζω
✦ κάνω κάτι μελανό, μαυρίζω: τον μελάνιασε στο ξύλο το φουκαρά το μικρό
✦ γίνομαι μελανός: μελάνιασαν τα μάγουλά του από το κρύο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–