μελάνωμα


μελάνωμα
Προφορά

Ετυμολογία
μελάνωμα μελανώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μελάνωμα

✦ λέρωμα, μουντζούρωμα από μελάνη |(ιατρ.) καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εμφανίζεται και αναπτύσσεται στο δέρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.