μελάνουρος


μελάνουρος
Προφορά

Ετυμολογία
μελάνουρος αρχαία ελληνική μελάνουρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μελάνουρος

✦ είδος ψαριού με μελανή ταινία στη ρίζα της ουράς, μαυρόψαρο, μελανούρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.