μεθώ


μεθώ
Προφορά

Ετυμολογία
μεθώ ἐμέθυσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού μεθύσκω

Ερμηνεία
ρήμα μεθώ -άς, -ά

✦ προκαλώ μέθη
✦ προκαλώ ηδονικό αίσθημα ζάλης, λιγώνω
✦ προκαλώ αίσθημα ευδαιμονίας: φωνές απ’ τα τοπία που σ’ έθελγαν και σε μεθούσαν (Ν. Βρεττάκος)
✦ (αμτβ.) είμαι μέθυσος, θολώνει ο νους μου από κατάχρηση οινοπνεύματος
(μτφ. ) κατέχομαι από αίσθημα ευδαιμονίας: μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος (Οδ. Ελύτης)
(μτφ. ) ζαλίζομαι, λιγώνομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.