μεθύσι


μεθύσι
Προφορά

Ετυμολογία
μεθύσι αρχαία ελληνική απρμφ. μεθύσειν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεθύσι

✦ διανοητική διαταραχή από χρήση οινοπνεύματος
(μτφ. ) ηδονική ζάλη
(μτφ. ) αισθησιακή τέρψη: φαΐ, φιλί, κρασί, χοντρά μεθύσια (Ν. Καζαντζάκης)
(μτφ. ) ευδαιμονική κατάσταση: κι ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι ο χωρισμός μια πίκρα να μου βάλει (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.