μεθόριος
Προφορά
Ετυμολογία
μεθόριος αρχαία ελληνική μεθόριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεθόριος -ια, -ιο
✦ που βρίσκεται στα σύνορα, που αποτελεί όριο
✦ θηλ. η μεθόριος κ. πληθ. ουδ. τα μεθόρια ως ουσ., η εδαφική γραμμή που χωρίζει δυο χώρες, τα σύνορα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–