μεθυστικός
Προφορά
Ετυμολογία
μεθυστικός αρχαία ελληνική μεθυστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεθυστικός -ή, -ό
✦ που προκαλεί μέθη: πιοτό μεθυστικό
✦ (μτφ. ) που προκαλεί ηδονική ζάλη: μεθυστικό φιλί – άρωμα – τα κρίνα του φθινόπωρου τα πιο μεθυστικά (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–