μεγεθυντικός


μεγεθυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
μεγεθυντικός μεγεθύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεγεθυντικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να μεγεθύνει
✦ (γραμμ.) μεγεθυντικά, ουσιαστικά που δηλώνουν την αρχική έννοια σε μεγάλο βαθμό (λ.χ. κορίτσι – κορίτσαρος, τεμπέλης – τεμπέλαρος, χοντρός – χοντρομπαλάς, χέρι – χερούκλα) ή εκείνου που έχει κάτι το μεγάλο (λ.χ. κοιλαράς, κεφάλας, ποδαράς, χειλού)

Συνώνυμα

Αντίθετα
υποκοριστικά
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.