μεγαλόψυχος


μεγαλόψυχος
Προφορά

Ετυμολογία
μεγαλόψυχος αρχαία ελληνική μεγαλόψυχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεγαλόψυχος -η, -ο

✦ που έχει μεγάλη ψυχή: μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα (Διον. Σολωμός)
✦ που χαρακτηρίζει τη μεγάλη ψυχή

Συνώνυμα

Αντίθετα
μικρόψυχος
Επιρρήματα
μεγαλόψυχα (Κ μεγαλοψύχως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.