μεγαλόφωνος
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλόφωνος αρχαία ελληνική μεγαλόφωνος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεγαλόφωνος -η, -ο
✦ που έχει μεγάλη, δυνατή φωνή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μεγαλόφωνα (Κ μεγαλοφώνως):όπου μεγαλοφώνως… τες ιερές Γραφές διαβάζει (Κ. Καβάφης)