μεγαλόπνευστος
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλόπνευστος μεγάλος + πνέω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεγαλόπνευστος -η, -ο
✦ που έχει υψηλές εμπνεύσεις: μεγαλόπνευστος ποιητής
✦ που προήλθε από μεγάλη έμπνευση: μεγαλόπνευστο ποίημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–