μεγαλόκορμος
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλόκορμος μεγάλος + κορμός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεγαλόκορμος -η, -ο
✦ μεγαλόσωμος (βλ. λ.) : ήταν τόσο μεγαλόκορμος, που δεν τον χωρούσε ο σοφάς και τα πόδια του κρεμόνταν στο κενό (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–