μεγαλυνάρια


μεγαλυνάρια
Προφορά

Ετυμολογία
μεγαλυνάρια μεταγενέστερη ελληνική μεγαλυνάριον

Ερμηνεία
μεγαλυνάρια

✦ ουσ. (εκκλ.) σύντομα τροπάρια που αρχίζουν με τη φράση «μεγάλυνον, ψυχή μου»

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.