μεγαλοποιώ


μεγαλοποιώ
Προφορά

Ετυμολογία
μεγαλοποιώ μεταγενέστερη ελληνική μεγαλοποιέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα μεγαλοποιώ -είς, -εί

✦ παρουσιάζω κάτι υπερβολικά εξογκωμένο, του δίνω διαστάσεις που δεν έχει: οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.