μεγαλομανία
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλομανία μεγαλομανής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεγαλομανία
✦ η επιδίωξη μεγάλων έργων από υπέρμετρη φιλοδοξία |(ιατρ.) μορφή ψυχοπάθειας, που χαρακτηρίζεται από την τάση του αρρώστου να εμφανίζεται ως δήθεν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–