μεγάλωμα


μεγάλωμα
Προφορά

Ετυμολογία
μεγάλωμα μεγαλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεγάλωμα

✦ αύξηση, ανάπτυξη: κι ακούει των δέντρων το μεγάλωμα και το περπάτημα των άστρων (Γ. Δροσίνης)
✦ μεγέθυνση, επέκταση: το μεγάλωμα της βεράντας
✦ ανατροφή: ποιος θα φροντίσει για το μεγάλωμα του παιδιού;
✦ ενηλικίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα
μίκρεμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.