μεγάλος


μεγάλος
Προφορά

Ετυμολογία
μεγάλος μεγάλη, └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού μέγας

Ερμηνεία
επίθετο┘ μεγάλος -η, -ο

✦ που οι διαστάσεις του ξεπερνούν το συνηθισμένο: μεγάλο σπίτι – μεγάλη αυλή
✦ υπέρμετρος
✦ ογκώδης
✦ εκτεταμένος
✦ δυνατός, σπουδαίος
✦ ένδοξος, διάσημος
✦ ο ενήλικος
✦ ο προχωρημένος στην ηλικία ή που είναι περισσότερων χρόνων σε σχέση με κάποιον άλλον: η μεγάλη μου αδερφή παντρεύτηκε
✦ (για ψυχικές καταστάσεις) έντονος
✦ πληθ. αρσ. οι μεγάλοι, οι επιφανείς, ιδ. οι αρχηγοί ισχυρών κρατών, που επηρεάζουν την τύχη της ανθρωπότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα
μικρός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.