μαστέλο
Προφορά
Ετυμολογία
μαστέλο └βενετ┘ mastelo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαστέλο
✦ πλατύ ξύλινο δοχείο για υγρά, κάδος: τρύπια δοχεία, καταθρυμματισμένες λεκάνες, παραμορφωμένα μαστέλα, κουβάδες, γκαζοτενεκέδες (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–