μασούρι


μασούρι
Προφορά

Ετυμολογία
μασούρι όψιμο μεσαιωνική ελληνική μασούριον, υποκοριστικό του τούρκικου masura

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μασούρι

✦ μικρό καλάμι ή ξύλο όπου τυλίγεται το νήμα για την ύφανση
✦ (γεν.) πηνίο, κουβαρίστρα
✦ οτιδήποτε παρόμοιο σε σχήμα: μου άρεσε να ‘χω ένα μασούρι κανέλα (Ν. Καζαντζάκης)
✦ (ειδ.) στήλη από κέρματα ή δέσμη χαρτονομισμάτων: φρ. γερό μασούρι, αρκετά λεφτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.