μαξιλάρα


μαξιλάρα
Προφορά

Ετυμολογία
μαξιλάρα μεγεθ. της λ. μαξιλάρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαξιλάρα

✦ μεγάλο μαξιλάρι: κάθισε διπλοπόδι πάνω στη μαξιλάρα κι αναστέναξε (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.