μαντράχαλος


μαντράχαλος
Προφορά

Ετυμολογία
μαντράχαλος μάντρα + χαλί (=διχαλωτό ξύλο στις μάντρες για ανάρτηση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαντράχαλος

✦ ψηλός, άχαρος άνθρωπος, κρεμανταλάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.