μαντολάτο


μαντολάτο
Προφορά

Ετυμολογία
μαντολάτο └βενετ┘ mandolato (= αμυγδαλωτό)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαντολάτο

✦ είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.