μανικιουρίστα


μανικιουρίστα
Προφορά

Ετυμολογία
μανικιουρίστα μανικιούρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μανικιουρίστα

✦ θηλ. μανικιουρίστα αυτός που, κατ’ επάγγελμα, εκτελεί μανικιούρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.