μανιερισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μανιερισμός └γαλλ┘ maniérisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μανιερισμός
✦ έλλειψη φυσικότητας
✦ καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16ο αι., και χαρακτηριζόταν από την τάση για εξεζητημένη μίμηση των μεγάλων αναγεννησιακών προτύπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–