μανιέρα


μανιέρα
Προφορά

Ετυμολογία
μανιέρα └ιταλ┘maniera

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μανιέρα

✦ τεχνοτροπία: είχε απλωμένα τα έργα του ο… ζωγράφος που είχε αναστατώσει την Αθήνα με την παράξενη μανιέρα του (Β. Μοσκόβης)
✦ (ειδ.) η εκζήτηση στην επίτευξη του αισθητικά ωραίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.