μανιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μανιάζω βλ. μανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μανιάζω
✦ κατέχομαι από μανία, μαίνομαι
✦ φέρομαι ορμητικά: και τώρα, σαν μανιάζει η θάλασσα (Μ. Μαλακάσης)
✦ κυριεύομαι από μανία: το ήμερο αθηναίικο πλήθος είχε μανιάσει και δεν λογάριαζε πια τίποτα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
φρενιάζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–