μανεκέν Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μανεκένΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μανεκέν.mp3Ετυμολογίαμανεκέν └γαλλ┘ mannequin Ερμηνείαουσιαστικό└άκλιτο┘ το μανεκέν ✦ κομψή γυναίκα ή άνδρας που επιδεικνύει φορέματα του νέου συρμού σε οίκο μόδας ή σε ειδικές συγκεντρώσεις Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–