μανδαρίνος


μανδαρίνος
Προφορά

Ετυμολογία
μανδαρίνος └γαλλ┘ mandarin

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μανδαρίνος

✦ ανώτερος κρατικός λειτουργός στην κινεζική αυτοκρατορία, σύμβολο της γραφειοκρατίας
✦ (γεν.) κάθε αξιωματούχος σχολαστικά προσηλωμένος στους τύπους με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση του ατομικού του συμφέροντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.