μανίζω


μανίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μανίζω από τα αρχαία ελληνικά ἐμάνησαν, γ΄ πληθ. αορ. του μαίνομαι

Ερμηνεία
ρήμα μανίζω

✦ μανιάζω
✦ θυμώνω με κάποιον, δε μιλιέμαι: είμαστε μανισμένοι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.