μανάρι


μανάρι
Προφορά

Ετυμολογία
μανάρι ίσως αμνάριον, με επίδρ. του μάνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μανάρι

✦ αρνί οικόσιτο, που προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι
✦ (θωπευτική προσφώνηση): μανάρι μου! (κ. μανάρα μου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.