μαλαχτικός
Προφορά
Ετυμολογία
μαλαχτικός αρχαία ελληνική μαλακτικός
Ερμηνεία
μαλαχτικός
✦ κ. μαλαχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) (για φάρμακα) ο καταπραϋντικός
✦ το μαλακτικό(ν) ως ουσ., ρόφημα ή έμπλαστρο που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
✦ υγρό σκεύασμα που χρησιμοποιείται κατά την πλύση των ρούχων για να μαλακώνουν οι ίνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–