μαλακίζομαι


μαλακίζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
μαλακίζομαι αρχαία ελληνική μαλακίζομαι

Ερμηνεία
ρήμα μαλακίζομαι

✦ αυνανίζομαι
(μτφ. ) περνώ άσκοπα τον καιρό μου
✦ μτχ. παθ. πρκμ. μαλακισμένος, -η, -ο ως επίθ., βλάκας, ηλίθιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.