μαλάκυνση


μαλάκυνση
Προφορά

Ετυμολογία
μαλάκυνση μεταγενέστερη ελληνική μαλάκυνσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαλάκυνση

✦ απάλυνση, μαλάκωμα |(ιατρ.) μαλάκυνση του εγκεφάλου, νέκρωση του εγκεφαλικού ιστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.