μαλάκιο


μαλάκιο
Προφορά

Ετυμολογία
μαλάκιο μεταγενέστερη ελληνική μαλάκιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαλάκιο

✦ υδρόβιο ζώο, που έχει σώμα μαλακό, χωρίς σκελετό και αρθρώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.