μακό


μακό
Προφορά

Ετυμολογία
μακό εμπορ. επωνυμία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μακό

✦ είδος λεπτού βαμβακερού υφάσματος
✦ κ. ως επίθ. για ένδυμα που είναι κατασκευασμένο από το ύφασμα αυτό: μακό μπλούζα – φούστα – εσώρουχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.