μακραίωνη
Προφορά
Ετυμολογία
μακραίωνη αρχαία ελληνική μακραίων
Ερμηνεία
μακραίωνη
✦ -ωνος (ο,η) κ. θηλ. μακραίωνη επίθ. που έχει διάρκεια πολλών αιώνων: περιορισμένοι στην αναζήτηση… από τη μακραίωνη πνευματική μας κληρονομία (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–