μακραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
μακραίνω μακρύς
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μακραίνω
✦ κάνω κάτι μακρύ, επιμηκύνω
✦ δίνω έκταση, παρατείνω
✦ (αμτβ.) αναπτύσσομαι
✦ παρατείνομαι, τραβώ σε μάκρος
✦ απομακρύνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κονταίνω ,συντομεύω ,πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω
Επιρρήματα
–