μακιγιέζ


μακιγιέζ
Προφορά

Ετυμολογία
μακιγιέζ └γαλλ┘ maquilleur

Ερμηνεία
μακιγιέζ

✦ άκλ. ουσ. θηλ. μακιγιέζ ειδικός στο μακιγιάρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.