μακιαβελισμός


μακιαβελισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μακιαβελισμός όν. ιταλού Machiavelli

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μακιαβελισμός

✦ η διδασκαλία του Μακιαβέλι για άσκηση της πολιτικής εξουσίας χωρίς ηθικούς φραγμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.