μακελεύω


μακελεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μακελεύω αρχαία ελληνική μάκελλον

Ερμηνεία
ρήμα μακελεύω

✦ σφάζω
(μτφ. ) δέρνω άγρια
✦ (μέσ.) μακελεύομαι, τραυματίζομαι βαριά ή σε πολλά μέρη του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.