μακελειό
Προφορά
Ετυμολογία
μακελειό μεσαιωνική ελληνική μακελλειόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μακελειό
✦ σφαγείο
✦ (μτφ. ) σφαγή ανθρώπων: οι διαδηλωτές ήρθαν στα χέρια με την αστυνομία και ακολούθησε μακελειό
Συνώνυμα
σκοτωμός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–