μακελάρισσα


μακελάρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
μακελάρισσα μεσαιωνική ελληνική μακελλάρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μακελάρισσα

✦ θηλ. μακελάρισσα σφαγέας ζώων
✦ κρεοπώλης
(μτφ. ) άνθρωπος αιμοχαρής, απάνθρωπος: απονέμουν «τον της δικαιοσύνης στέφανον» στους άνομους και στους ολετήρες,… στους μακελάρηδες και στους τσαρλατάνους (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.