μακεδονομάχος
Προφορά
Ετυμολογία
μακεδονομάχος Μακεδονία + μάχομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μακεδονομάχος
✦ αγωνιστής που πολέμησε εναντίον των βουλγαρικών συμμοριών που δρούσαν στη Μακεδονία, πριν από την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–