μακέλεμα


μακέλεμα
Προφορά

Ετυμολογία
μακέλεμα μακελεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μακέλεμα

✦ σφαγή
✦ βαρύς τραυματισμός, ιδ. σε πολλά μέρη του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.