μαγνήτης
Προφορά
Ετυμολογία
μαγνήτης αρχαία ελληνική επίθετο Μαγνῆτις (λίθος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαγνήτης
✦ είδος ορυκτού σιδήρου που έχει την ιδιότητα να έλκει μέταλλα
✦ κάθε σώμα που έχει την ίδια ιδιότητα
✦ (μτφ. ) καθετί που έλκει, γοητεύει: βλέμμα μαγνήτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–