μαγνάδι
Προφορά
Ετυμολογία
μαγνάδι μεσαιωνική ελληνική μαγνάδιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαγνάδι
✦ πέπλος, αραχνοΰφαντη καλύπτρα της κεφαλής των γυναικών: χίλιοι κρατούν το φόρεμα… τρακόσοι το μαγνάδι της, να μην την κάψ’ ο ήλιος (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–